χειροκρατικός

χειροκρατικός
-ή, -όν, Α [χειροκρατία]
αυτός που ασκεί επιβολή με την βία, που φέρεται αυταρχικά («ἀριστοκρατία δὲ παρέπεται ὁ θηριώδης τρόπος τῆς πολιτείας καὶ χειροκρατικός», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειροκρατικός — using the right of might masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”